- οστεοφθόρος
- -ο, θηλ. και -αιατρ. αυτός που φθείρει τα οστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φθόρος (< φθείρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστεοφθορία — η [οστεοφθόρος] ιατρ. 1. φθορά τού οστίτη ιστού 2. νόσος τών δοντιών, τερηδόνα … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek